- κόμπος
- Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο.
Οι κ. έχουν διάφορα σχήματα, ανάλογα με τον ειδικό σκοπό για τον οποίο προορίζονται. Στη ναυτική πρακτική, στην οποία οι κ. χρησιμοποιούνται ευρύτατα, ο κ. πρέπει γενικά να κρατάει σφιχτά και γερά, αλλά και να μπορεί, όταν χρειαστεί, να λυθεί χωρίς δυσκολία.
1. Απλός, ανάσταλμα ή φεντόκομπος· 2. οχτάρι· 3. μαργαρίτα, σφενδόνη ή μπέζα· 4. ομαλός, σταυρός η σταυρόκομπος· 5. δαχτυλιδόκομπος ή γαϊδουρόκομπος· 6. μισό κολλάρο, δηκτή, τσακιστή ή μετζοβόλτα· 7. απλόστροφος, μετζοβόλτα με ψαλιδιά ή διπλή τσακιστή· 8. διπλόστροφος, δύο κουφές με ψαλιδιά ή τριπλή τσακιστή· 9. χελίδεσμος ή διπλό οχτάρι· 10. καντηλίτσα, κρεμάθρα ή θηλιά· 11. καντηλίτσα με βρόχο ή συρτοθηλιά· 12. σταυρωτή δύο θηλιών· 13. απλός για γάντζο ή μετζοβόλτα για γάντζο· 14. καρυδόκομπος· 15. στραγαλόστροφος ή βόλτα με ψαλιδιά· 16. δέση· 17. επιτονόδεσμος απλός, εξαρτόδεμα (στην προπαρασκευαστική φάση) ή μακροματισιά· 18. επιτονόδεσμος, μάτισμα ή γάσα.
* * *(I)ο (ΑM κόμπος)κομπασμός, καύχηση («Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει», Σοφ.)μσν.μεγαλοπρεπής εορτήαρχ.1. χτύπος, θόρυβος, κρότος («ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων γίγνεται», Ομ. Ιλ.)2. κουδούνισμα μετάλλου («κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους», Ευρ.)3. (ρητ.) το πομπώδες ύφος4. (σπαν. με καλή σημ.) έπαινος, εγκώμιο5. (κατά τον Ησύχ.) πληθ. οἱ κόμποι«ὀδόντες γομφίοι»6. φρ. «κόμπος πάρεστι» — υπερηφανεύομαι για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική πιθ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται με λ. παραπλήσιας σημ., όπως βόμβος, κόναβος «κρότος, πάταγος». Η λεξιλογική οικογένεια τού κόμπος δήλωνε αρχικά την έννοια τού θορύβου, η οποία εξελίχθηκε βαθμηδόν σε εκείνην τού κομπασμού, που τελικά και επικράτησε.ΠΑΡ. κομπάζωαρχ.κομπώ, -έω, κομπώ, -όωαρχ.-μσν.κομπηρός, κομπώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κομπηγόρος, κομπολακύθης, κομπολακώ, κομπολόγος, κομποποιώ, κομποστολώ, κομποφακελορρήμωνμσν.κομπόδοξοςμσν.- νεοελλ.κομπορρήμων. (Β' συνθετικό) αρχ. άκομπος, βαρύκομπος, γλωσσοκηλόκομπος, εύκομπος, ματαιόκομπος, μελίκομπος, μυκτηρόκομπος, ορτυγόκομπος, πολύκομπος, προδωσίκομπος, υπέρκομπος, υψίκομπος, φιλόκομπος].————————(II)και κόμβος, ο (ΑM κόμβος, Μ και κόμπος)1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σχοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση τού ενός άκρου του και με τη σύσφιγξή του2. ρόζος φυτού, το σημείο από το οποίο φύονται τα φύλλα, αλλ. γόνατο3. εμπόδιο, δυσκολία, δυσχέρεια4. σταγόνα, ελάχιστη ποσότητα («βάλε μου έναν κόμπο κρασί»)5. η μεσαία άρθρωση δακτύλουνεοελλ.1. καθετί που μοιάζει με σφαιροειδή όγκο2. δυσκολία στην κατάποση ή στην αναπνοή, κόμπιασμα («έχω έναν κόμπο στην καρδιά»)3. κομπόδεμα, πουγγί4. (ο τ. κόμβος) α) τόπος αφετηρίας ή διασταύρωσης δρόμων ή σιδηροδρομικών, θαλάσσιων ή αεροπορικών γραμμών, στον οποίο παρουσιάζεται συνήθως αυξημένη κίνηση (α. «οδικός κόμβος» β. «σιδηροδρομικός κόμβος» γ. «συγκοινωνιακός κόμβος»β) ναυτ. μονάδα ταχύτητας ίση με ένα ναυτικό μίλι ανά ώρα ή 0, 514 μέτρα ανά δευτερόλεπτογ) αστρον. η τομή τού επιπέδου τής τροχιάς που διαγράφει ένα ουράνιο σώμα με το επίπεδο τής εκλειπτικής, όπως αυτά προβάλλονται στην ουράνια σφαίραδ) (ανατ.-φυσιολ.) ομάδα κυττάρων που παίζουν σημαντικό φυσιολογικό ρόλο στην παραγωγή τής καρδιακής διέγερσης και στην κολποκοιλιακή αγωγή τηςε) γλωσσ. το σημείο εξάρτησης δύο άμεσων συστατικών στο διάγραμμα που απεικονίζει τη συντακτική δομή μιας πρότασηςστ) (ηλεκτρολ.) σημείο ηλεκτρικού κυκλώματος στο οποίο συνέρχονται τρεις τουλάχιστον ρευματοφόροι αγωγοίζ) φυσ. τα σημεία ενός στάσιμου κύματος στα οποία αντιστοιχεί μηδενικό πλάτος ταλάντωσης5. φρ. «τό 'δεσε κόμπο» — πίστεψε σε μια υπόσχεση και περιμένει6. παροιμ. α) «κάνε κόμπο πρώτα αν θες να μη χάσεις τη βελονιά σου» — για κάθε ενέργειά σου να είσαι προνοητικόςβ) «ας δένει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος» — θησαύριζε και μη δίνεις σημασία στις κατακρίσεις τού κόσμουνεοελλ.-μσν.φρ. «έφτασε ο κόμπος στο χτένι» ή «ἦρθε ὁ κόμπος εἰς τὸ κτένι» — η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητομσν.1. ανωμαλία τού εδάφους2. δάκρυ3. κρίσιμη στιγμή4. φρ. «δένω κόμπο» — συναντιέμαι, σμίγωαρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κόμβοιοι γομφίοι2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) υψηλός τόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με λ. τής βαλτοσλαβικής οικογένειας που σημαίνουν «κρεμώ» (πρβλ. λιθουαν. kabinti «κρεμώ», kıbti «κρεμιέμαι», ρωσ. skoba «σιδερένια θηλειά»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με σκαμβός «κυρτός» και με το ανθρωπωνύμιο Σκόμβος, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα (s)kamb- «κυρτούμαι». Ο τ. κόμποςπροήλθε με κλειστοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος -μβ- (πρβλ. βαμβάκι: μπαμπάκι). Ο τ. κόμπος / κόμβος απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή κομβ(ο)- σε αρχαία σύνθετα και σε λίγα μεσαιωνικά, ενώ με τη μορφή κομπο- στα περισότερα μεσαιωνικά και σε όλα τα νεοελληνικά σύνθετα.ΠΑΡ. κομβίο(ν)αρχ.-μσν.κομβώμσν.- νεοελλ.κομπώνωνεοελλ.κομπιάζω, κομπωτός.ΣΥΝΘ. αρχ. κομβοθηλείαμσν.κομβοθήκη, κομποθήλυκονμσν.- νεοελλ.κομβολόγιον / κομπολόι, κομβοσχοίνι(ον) / κομποσκαίνι, κομποδένωνεοελλ.κομπογιαννίτης, κομπολύτης, κομπόπλεγμα, κομποραχιά].
Dictionary of Greek. 2013.